-
1 ψαύω
Aψαῦον Il.13.132
; ψαύεσκον ([etym.] ἐπι-) Orph.L. 126: [tense] fut. , etc.: [tense] aor.ἔψαυσα Pi.N.5.42
, etc.: [tense] pf. ἔψαυκα ([etym.] παρ-) S.E.M.7.116:—[voice] Pass., [tense] aor.ἐψαύσθην Dsc.2.14
: [tense] pf. ἔψαυσμαι ([etym.] παρ-) Hp.Morb.4.44:—touch, τινος Il.23.519, 806, Hdt.2.47. etc.;ἁπτόμενοι καὶ ψ. ἀλλήλων
in close contact,Plu.
Pyrrh.12: metaph.,μὴ ψαύειν ἀδικίας ὃν τρόπον οὐδὲ πυρός Phld.Rh.2.155S.
: c. dat. instr., ψαῦον.. κόρυθες.. φάλοισι the helmets touched with their φάλοι, Il.13.132, 16.216;τῇ κεφαλῇ τοῦ οὐρανοῦ ψ. Hdt.3.30
;χεροῖν.. ἔψαυσα πηγῆς A.Pers. 202
; : but the dat. is used for the gen. in Pi.P.9.120, Herod.4.75, Q.S.8.349 (cf.θιγγάνω 11.3
, προσψαύω):— ψαύω never takes acc. exc. inαἵματι ψαῦσαι θύρας Ezek.Exag. 158
: in S.Ant. 857, ἔψαυσας ἀλγεινοτάτας ἐμοὶ μερίμνας, πατρὸς τριπόλιστον οἶκτον (v.l. οἶτον) , μερίμνας is gen. sg. and οἶκτον or οἶτον is acc. depending on ἔψαυσας.. μερίμνας, = ἐποίησάς με μεριμνᾶν; and ib. 961, κεῖνος ἐπέγνω μανίαις ψαύων τὸν θεὸν ἐν κερτομίοις γλώσσαις, the construction is ἐπέγνω τὸν θεόν, ψαύων (sc. αὐτοῦ) he learned to know the god, assailing (him): later writers used the [voice] Pass. as if the [voice] Act. had a trans. sense, Dsc. l. c., Plu.2.951d.2 touch lightly. a way of feeling the pulse, opp. θλίβω, Gal.8.808: metaph., touch upon a subject, notice it slightly, Plb.1.13.8:—[voice] Med., c. acc. rei, touch lightly upon a subject, Gal.18(1).331.3 touch as an enemy, lay hands upon, τινος E.IA 1559: abs.,κλάοις ἄν, εἰ ψαύσειας A.Supp. 925
, cf. S.OC 856.6 Math., ἐπίπεδα ψαύοντα tangent planes, Archim.Con.Sph.17.II rarely in [voice] Pass., to be touched, of the star-fish,ἐνδίδωσι τὸ σῶμα καὶ περιορᾷ ψαυόμενον ὑπὸ τῶν παρατρεχόντων Plu.2.978b
, cf. 951d (if the comma be placed before, not after, οὐσίας) ; ὅσοι ὑπὸ τῶν Ἀμινναίων (sc. οἴνων) ψαύονται κεφαλῆς those who are affected in the head.., Dsc. 5.19.—The word is very rare in early Prose, Antipho 3.3.5, X. Mem.1.4.12: freq. later, Plb.1.13.8, al., Plu.2.589f, al. -
2 ἐπι-ψαύω
ἐπι-ψαύω (s. ψαύω), auf der Oberfläche, leicht berühren, streifen, ritzen, τινός, Hes. Sc. 217; τάφου, κώπης, Soph. Ai. 1394 Ph. 1250; τῶν ἄρϑρων τῇ χειρί Her. 3, 87; übertr., τὰ δὲ καὶ εἴρηκα ἐπιψαύσας αὐτῶν 2, 65; vgl. Pol. 2, 1, 4; φιλοτάτων, d. i. nach Liebe trachten, Pind. P. 4, 92; κατὰ τέλος I. 3, 29; κἂν ὀλίγον νυκτὸς ἐπιψαύσῃσιν Theocr. 21, 4; Hom. vrbdt ὅςτ' ὀλίγον περ ἐπιψαύῃ πραπίδεσσιν, der nur ein wenig mit dem Herzen zu empfinden vermag, Od. 8, 547. – Qu. Sm. vrbdt es mit dem dat., 2, 456, u. c. acc., ὁδόν, betreten, 12, 551; vgl. Orph. lith. 126.
-
3 δή
δή, prop. a temporal Particle (cf. ἤδη),A at this or that point: hence, now, then, already, or at length:I in [dialect] Ep. (rarely Lyr.) sts. at the beginning of a sentence or clause,Τεῦκρε πέπον, δὴ νῶϊν ἀπέκτατο πιστὸς ἑταῖρος Il.15.437
; ;δὴ γὰρ μέγα νεῖκος ὄρωρεν 13.122
; δὴ τότε, δή ῥα τότε, 1.476, 13.719, al., cf. Pi.O.3.25, A.Th. 214 (lyr.): but usu. second (or nearly so), freq. with Numerals and temporal Particles,ὀκτὼ δὴ προέηκα.. ὀϊστούς Il. 8.297
; ἐννέα δὴ βεβάασι.. ἐνιαυτοί full nine years, 2.134; ἕκτον δὲ δὴ τόδ' ἦμαρ this is just the sixth day, E.Or.39, cf. Il.24.107, etc.: also after Advbs. of Time, πολλάκι δή many a time and oft, often ere now, 19.85;ὀψὲ δὲ δή 7.94
;τρὶς δή Pi.P.9.91
; πάλαι δή, Lat. jamdudum, S.Ph. 806; νῦν δή just now, Ar.Av. 923 (freq. written νυνδή, Pl.Tht. 145b, etc.); νῦν τε καὶ ἄλλοτε δή ib. 187d; now at length, Id.R. 353a, etc.; τότε δή at that very time, Th.1.49, etc.; αὐτίκα δὴ μάλα this very instant, Pl.R. 338b, etc.; ὕστερον δή yet later, Th.2.17: freq. with temporal Conjunctions, ἐπεὶ δή (written ἐπειδή, q. v.), etc.II without temporal significance, as a Particle of emphasis, in fact, of course, certainly, ναὶ δή, ἦ δή, Il.1.286, 518, etc.; οὐ δή surely not, S.Ph. 246, cf. E.Or. 1069, etc.; δῆλα δή, v. δῆλος; with Verbs,δὴ γὰρ ἴδον ὀφθαλμοῖσι Il.15.488
;νῦν δὲ ὁρᾶτε δή X.Cyr. 3.2.12
;καὶ ἴστε δὴ οἷος.. Pl.Ap. 21a
: less freq. with Substs., σοφιστὴν δή τοι ὀνομάζουσι τὸν ἄνδρα εἶναι they call the man a sophist as you know, Id.Prt. 311e: with Conjunctions, ἵνα δή, ὡς δή, Il.23.207, 5.24, etc.;ὅπως δή Th.5.85
; γὰρ δή for manifestly, A.Ch. 874, 891, Pl.Tht. 156c; : hence with a part. representing Conjunction and Verb, ἅτε δὴ ἐόντες since they evidently are, Hdt. 8.90; but ὡς φόνον νίζουσα δή as though she were.., E.IT 1338, cf. Hdt.1.66, X.Cyr.5.4.4, etc.; and so, ironically,ὡς δή Il.1.110
, Ar.V. 1315, Eq. 693, Pl.Prt. 342c, al.; freq. withσύ, ὡς δὴ σύ μοι τύραννος Ἀργείων ἔσῃ A.Ag. 1633
, cf. S.OC 809, E.Andr. 235, etc.; also ἵνα δή .. Pl.R. 420e, Men. 86d;ὅτι δή.. Id.Phdr. 268d
; also εἰσήγαγε τὰς ἑταιρίδας δή the pretended courtesans, X.HG5.4.6, cf. E. Ion 1181, Th.4.67,6.80.2 freq. placed immediately after Pronouns, ἐμὲ δή me of all persons, Hdt.3.155; σὺ δή you of all persons, Id.1.115, S.Aj. 1226; οὗτος δή this and no other, Hdt.1.43;ὑμεῖς δὲ κεῖνοι δὴ οἵ.. S.Tr. 1091
; οὗτος δὴ ὁ Σωκράτης, ironically, Pl.Tht. 166a; τὸ λεγόμενον δὴ τοῦτο as the well-known saying goes, Id.Grg. 514e, cf. E.Hipp. 962; δή τις some one you know of, Pl.Phd. 108c, al.: with possess. Pronouns,τὸ σὸν δὴ τοῦτο Pl.Smp. 221b
, cf. Grg. 5c8d, etc.: with relatives,ὃς δὴ νῦν κρατέει Il.21.315
;τὰ δὴ καὶ ἐγένετο Hdt.1.22
; οἷος δὴ σύ just such as thou, Il.24.376, cf. Od.1.32, S.Aj. 995, etc.;ὅσα δή Ar.Ach.1
, etc.: with Adjs., οἴη δή, μοῦνος δή, Od.12.69, Hdt.1.25;ἐν πολλῇ δὴ ἀπορίᾳ ἦσαν X.An.3.1.2
: freq. with Superlatives,μάχη ἐγένετο πλείστου δὴ χρόνου μεγίστη δὴ τῶν Ἑλληνικῶν Th.5.74
;ἁπάντων δὴ ἄλγιστον S.Aj. 992
, etc.III to mark a transition, with or without inference, so, then,νίκη μὲν δὴ φαίνετ'.. Il.3.457
;τὴν μὲν δὴ τυραννίδα οὕτω ἔσχον Hdt.1.14
;τοῦτο δὴ τὸ ἄγος οἱ Λακεδαιμόνιοι ἐκέλευον ἐλαύνειν Th.1.127
.IV with Indef. Particles, v. δήποθεν, δήποτε, δήπω, δήπουθεν: with interrogatives,τοῦ δὴ ἕνεκα; Pl.Grg. 457e
;τίδὲδή..; Id.Phd. 58c
(simply τί δή; what then? R. 357d);πότερα δή; S.Ph. 1235
(and with Advbs.,ποῖ δὴ καὶ πόθεν; Pl.Phdr.
init.; ποῦ δή; πῇ δή; ib. 228e, Il.2.339, etc.): with Indef. Pronouns, δή strengthens the indef. notion, ἄλλοισιν δὴ ταῦτ' ἐπιτέλλεο others be they who they may, Il.1.295; μηδεὶς δή no one at all, Pl.Tht. 170e; δή τις some one or other, Id.R. 498a (pl.), etc. (rarely ); the neut. δή τι is common, ἦ ἄρα δή τι ἐΐσκομεν ἄξιον εἶναι; in any way, whatever it be, Il.13.446;τὸ ἱππικόν, τῷ δή τι καὶ ἐπεῖχε ἐλλάμψεσθαι Hdt.1.80
;οὕτω δή τι Id.3.108
, etc.; whosoever it be,Id.
1.86; ἐπὶ μισθῷ ὅσῳ δή, Lat. quantocumque, ib. 160, etc.;οἵα δή γε.. E.Heracl. 632
, cf. Supp. 162; butθαυμαστὰ δὴ ὅσα Pl.Smp. 220b
;ὡς δή Il.5.24
, etc.; so almost, = ἤδη, ἀναπέτομαι δὴ πρὸς Ὄλυμπον Anacr.24;καὶ δὴ φίλον τις ἔκταν' ἀγνοίας ὕπο A. Supp. 499
; ; ; οἶσθα μὲν δή ib. 627; so καὶ δή already, in fact, freq. not at the beginning of the sentence, , cf. Nu. 906, Theoc.5.83; butκαὶ δή σφε λείπω A.Supp. 507
.2 to continue a narrative, freq. after μέν, then, so,τότε μὲν δὴ.. ἡσυχίην εἶχε Hdt.1.11
; Σόλων μὲν δὴ ἔνεμε ib. 32; τὸν μὲν δὴ πέμπει ib. 116; alone, εἷς δὴ τούτων.. <*> one of these.., ib. 114, etc.: freq. in summing up, τοιαῦτα μὲν δὴ ταῦτα, Lat. haec hactenus, A.Pr. 500, cf. Hdt.1.14, Th.2.4;τούτων δὴ ἕνεκα X. Cyr.3.2.28
, etc.; in summing up numbers, γίγνονται δὴ οὗτοι χίλιοι these then amount to 1, 000, ib.1.5.5; in resuming after a parenthesis,Ἀνδρομάχη, θυγάτηρ μεγαλήτορος Ἠετίωνος.., τοῦ περ δὴ θυγάτηρ Il.6.395
;οὗτος δὴ.., ὁ μὲν δή Hdt.1.43
.b with imper. and subj.,μὴ δὴ.. ἐπιέλπεο Il.1.545
, cf. 5.684, etc.;χωρῶμεν δὴ πάντες S.Ph. 1469
; ἐννοεῖτε γὰρ δή for do but consider, X.Cyr.4.3.5; ἄγε δή, φέρε δή, ἴθι δή, σκόπει δή, λέγε δή, Pl.Sph. 235a, Phd. 63b, Sph. 224c, Phd. 80a, Prt. 312c.3 to express what follows a fortiori, καὶ μετὰ ὅπλων γε δή above all with arms, Th.4.78; μή τί γε δή not to mention, D.2.23; εἰ δὲ δὴ πόλεμος ἥξει Id. 1.27.4 καὶ δή and what is more, adding an emphatic statement, Il.1.161, 15.251, Hdt.5.67, Lys.13.4; in Prose, freq.καὶ δὴ καί.., ἐς Αἴγυπτον ἀπίκετο.., καὶ δὴ καὶ ἐς Σάρδις Hdt.1.30
, etc.; καὶ δὴ καὶ νῦν τί φῄς; and now what do you say? Pl.Tht. 187c; καὶ δὴ μὲν οὖν παρόντα yes, and actually here present, S.OC31; esp. in a series, ὑγίεια καὶ ἰσχὺς καὶ κάλλος καὶ πλοῦτος δή and of course riches, Pl.Men. 87e, cf. Tht. 159c, R. 367d; εἴτ'.. εἴτ'.. εἴτεδή ib. 493d.b καὶ δή is also used in answers, ἦ καὶ παρέστη κἀπὶ τέρμ' ἀφίκετο; Answ. καὶ δὴ 'πὶ δισσαῖς ἦν.. πύλαις yes, he was even so far as.., S.Aj.49; βλέψον κάτω. Answ. καὶ δὴ βλέπω well, I am looking, Ar. Av. 175, cf. Pax 327, Pl. 227 sq., S.El. 317 sq., 1436, etc.; πρόσθιγέ νύν μου. Answ.ψαύω καὶ δή S.OC 173
; without καί, ἀποκρίνου περὶ ὧν ἂν ἐρωτῶ. Answ. ; ἐρώτα. Answ. .c in assumptions or suppositions, καὶ δὴ δέδεγμαι and now suppose I have accepted, A.Eu. 894, cf. Ch. 565, E.Med. 386, Hel. 1059, not found in S., once in Ar.V. 1224.
См. также в других словарях:
ψαύω — ΝΑ αγγίζω κάτι ελαφρά, ψηλαφώ με τις άκρες τών δαχτύλων αρχ. 1. (γενικά) αγγίζω κάτι («χεροῑν καλλιρρόου ἔψαυσα πηγῆς», Αισχύλ.) 2. φθάνω σε κάτι, κερδίζω («ψαύω ὕμνων», Πίνδ.) 3. αγγίζω κάτι με εχθρική διάθεση 4. μτφ. α) θίγω ένα θέμα χωρίς να… … Dictionary of Greek
χρίω — ΝΜΑ, και χρίζω Ν 1. αλείφω, επαλείφω, επιχρίω 2. εκκλ. (για ιερέα) αλείφω τον νεοφώτιστο με άγιο μύρο αμέσως μετά την τέλεση τού μυστηρίου τού βαπτίσματος 3. (για ιεράρχη) αναγορεύω ηγεμόνα, αλείφοντάς τον με μύρο, κατά την τελετή τής στέψης (α.… … Dictionary of Greek
ψήω — και ψάω Α 1. τρίβω και σκουπίζω, σφουγγίζω 2. λειαίνω κάτι με τριβή 3. στιλβώνω, γυαλίζω 4. (αμτβ.) γίνομαι σκόνη, διαλύομαι, εξαφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ψήω, που απαντά στο γ ενικό ψῇ και στο απρμφ. ψῆν, ανάγεται σε ρίζα *bhs ē (πρβλ. αρχ. ινδ … Dictionary of Greek
ψάχνω — και διαλ. τ. ψάχω Ν 1. αναζητώ, γυρεύω κάποιον ή κάτι (α. «ψάχνω τον δάσκαλο» β. «ψάχνω το σπίτι του») 2. ερευνώ («έψαξαν όλο το σπίτι») 3. ψαχουλεύω («ψάχνω τις τσέπες μου για ψιλά») 4. μέσ. ψάχνομαι α) αναζητώ κάτι επάνω μου («μισή ώρα ψαχνόταν … Dictionary of Greek
θίγω — (ΑΜ θιγγάνω) 1. αγγίζω, ακουμπώ, άπτομαι, ψαύω 2. πλησιάζω, προσεγγίζω 3. ανακινώ κάποιο ζήτημα, κάνω λόγο γιά κάτι, αναφέρω κάτι («στο λόγο του έθιξε πολλά ζητήματα») 1. νεοελλ. μτφ. πειράζω, προσβάλλω («με τα λόγια του τόν έθιξε κατάκαρδα») 2.… … Dictionary of Greek
ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… … Dictionary of Greek
χναύω — Α 1. τρώω με μικρές μπουκιές, τσιμπολογώ («ὡς ἕτοιμά σοι ἑφθὰ καὶ ὀπτὰ καὶ ἀνθρακιᾱς ἄπο χναύειν», Ευρ.) 2. μέσ. χναύομαι (κατά τον Ησύχ.) «χναύεται περικνίζεται, λαμβάνει». [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. τού καθημερινού λεξιλογίου, αβέβαιης ετυμολ., το … Dictionary of Greek
σαυκρός — ά, όν, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἁβρός». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σαυκρός (πρβλ. θαλυ κρός), όπως και ο τ. «σαυχμόν σαχνόν, χαῦνον, σαθρόν, ἀσθενές» με διαφορετικό επίθημα (πρβλ. αὐχμός) και διαφορετική σημασία (πρβλ. αρχ. ινδ. sūksma «αδύνατος, λεπτός») είναι… … Dictionary of Greek
ακουμπώ — ( άω) και ακουμπίζω 1. κλίνω το σώμα μου και στηρίζομαι κάπου ή απλώς στηρίζομαι 2. ξαπλώνω 3. κάθομαι για να ξεκουραστώ ή να ανακουφιστώ 4. επαφίεμαι, βασίζομαι, στηρίζομαι σε κάποιον 5. τοποθετώ, αποθέτω κάτι κάπου 6. αγγίζω, ψαύω 7. (για… … Dictionary of Greek
επιψαύω — (AM ἐπιψαύω) [ψαύω] αγγίζω ελαφρά την επιφάνεια, αγγίζω ελαφρά («oὔτ΄ ἄρ’ ἐπιψαύων σάκεος», Ησίοδ.) || αρχ. μσν. (για γεγονότα ή ενέργεια) κάνω σύντομη μνεία («τὰ δὲ καὶ εἴρηκα αὐτῶν ἐπιψαύσας», Ηρόδ.) αρχ. 1. (με γεν.) απλώνω το χέρι και πιάνω… … Dictionary of Greek
άπτω — (νεοελλ. άφτω) ἅπτω (AM), άπτομαι (AM ἅπτομαι) ( ω) ανάβω κάτι νεοελλ. 1. ανάβω, καίγομαι 2. ανάβω, εξάπτομαι αρχ. 1. φρ. «χορὸν ἅψωμεν» ας αρχίσουμε τον χορό 2. προσαρμόζω (νέα χορδή στη λύρα) ( ομαι) νεοελλ. 1. έχω κάποια σχέση, πλησιάζω 2. φρ … Dictionary of Greek